αγνάντιο

αγνάντιο
το
1. αντίκρισμα, αγνάντεμα.
2. θέση κατάλληλη γι' αγνάντεμα: Ανέβα στ' αγνάντιο να δεις καλύτερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγνάντιος — α, ο [επίρρ. αγνάντια] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός 2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιο α) θέα από μακριά, αγνάντεμα β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”